- επίνευση
- η (AM ἐπίνευσις) [επινεύω]1. συναίνεση που δηλώνεται με κλίση τού κεφαλιού προς τα κάτω, η συγκατάνευση2. συγκατάθεσημσν.έμπνευση, επιφοίτηση(αρχ) 1επιβεβαίωση, επικύρωση («καταστησάμενος τὴν ἀρχὴν ἐπινεύσει τῇ Καίσαρος», Ιώσ.)2. κλίση τού κεφαλιού προς ορισμένο σημείο3. κίνηση προς τα κάτω.
Dictionary of Greek. 2013.